ἀπο - ψυ?χω , aor. pass.
part. ἀποψυ_χθείς: leave off
breathing; dry off, cool off;
εἷλεν ἀποψυ?χοντα,
‘fainting’ (opp. ἐπεὶ
ἄμπνυ_το), Od. 24.348
; ι?δρῶ ἀπεψυ?-
χοντο χιτώνων, | στάντε ποτὶ πνοιήν, Λ 621, Il. 22.2; pass., ι?δρῶ ἀποψυ_χθείς, Il.
21.561.